μαντάτευμα

μαντάτευμα
και μαντάτεμα, το
[μαντατεύω]
1. ανακοίνωση, γνωστοποίηση, ειδοποίηση
2. καταγγελία, κατηγορία, κατάδοση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”